Της Αννίτας Βράχα,
Λειτουργός Χώρου Φιλοξενίας ΣΠΑΒΟ
Η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί ένα σύνθετο μοτίβο συμπεριφοράς που μπορεί να περιλαμβάνει σωματική κακοποίηση (φυσικές πράξεις βίας), ψυχολογική κακοποίηση (ψυχολογική ή λεκτική), σεξουαλική κακοποίηση και παραμέληση. Ενδοοικογενειακή βία ορίζεται ως η βία μεταξύ νυν ή πρώην συντρόφων ή μεταξύ των μελών της οικογένειας. Θεωρείται ευρέως ως ένα κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο λαμβάνει χώρα σε όλες τις κοινωνίες και μεταξύ όλων των ατόμων, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου ή κοινωνικοοικονομικής τάξης των θυτών ή των θυμάτων. Μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οικογένεια και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, καθώς επίσης, μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τη ψυχική υγεία του παιδιού.
Η σωματική βία ορίζεται ως η συμπεριφορά κατά την οποία ένα άτομο πληγώνει και προκαλεί φυσικό πόνο εσκεμμένα σε ένα άλλο άτομο. Σωματική βία θεωρείται το σπρώξιμο, χαστούκι, χτύπημα, κλωτσιά, τράβηγμα μαλλιών, δάγκωμα, ρίξιμο αντικειμένων και οτιδήποτε άλλο μπορεί να προκαλέσει πόνο, τραυματισμό ή ακρωτηριασμό.
Η ψυχολογική βία μπορεί να περιλαμβάνει ταπείνωση, βρισιές, προσβολές, απειλές, απομόνωση του θύματος από αγαπημένα πρόσωπα, απαγόρευση της πρόσβασης στο οικογενειακό εισόδημα, έλεγχος. Η ψυχολογική βία είναι εξίσου σοβαρή και παρουσιάζεται σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις βίας είτε μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλες μορφές βίας.
Η σεξουαλική βία ή παρενόχληση μπορεί να περιλαμβάνει απόπειρα βιασμού, καταναγκαστική έκθεση του θύματος σε πορνογραφικό υλικό και γενικότερα την επιβολή σεξουαλικής πράξης ή συμπεριφορών οι οποίες καθιστούν τα θύματα αντικείμενα σεξουαλικής εκμετάλλευσης.
Η παραμέληση ορίζεται ως η αποτυχία ενός γονέα ή προσώπου φροντίδας να παρέχει στο παιδί την απαραίτητη φροντίδα η οποία είναι σημαντική για τις αναπτυξιακές ανάγκες του παιδιού. Βάσει των κοινωνικών στερεοτύπων, παραμέληση μπορεί να θεωρηθεί όταν το πρόσωπο φροντίδας δεν παρέχει στο παιδί βασικές ανάγκες (πχ φαγητό, ρούχα, νερό) καθώς επίσης, δευτερεύουσες ανάγκες όπως συναισθηματική εγγύτητα, ασφάλεια, τρυφερότητα και εποπτεία.
Το «Σύνδρομο του αμέτοχου θεατή» συμβαίνει όταν ένα παιδί θεωρείται μάρτυρας περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας όπου παρακολουθεί από απόσταση και μπορεί να δει ή να ακούσει τα όσα συμβαίνουν.
Θύμα βίας μέσα στην οικογένεια θεωρείται το παιδί που κακοποιείται με οποιονδήποτε από τους παραπάνω τρόπους από τον ένα και/ή τους δύο γονείς ή οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογένειας όπως αυτή ορίζεται από την Νομοθεσία.
Οι επιπτώσεις της ενδοοικογενειακής βίας στη ψυχική υγεία των παιδιών είτε ως μάρτυρες περιστατικών βίας ή ως άμεσοι αποδέκτες ποικίλουν και έχουν σοβαρό αντίκτυπο στην ομαλή ανάπτυξη του παιδιού. Η μη πρώιμη παρέμβαση δύναται να παρατείνει την εμφάνιση των επιπτώσεων ακόμα και στην ενήλικη ζωή.
Η βία που εκδηλώνεται στην οικογένεια κατά τη διάρκεια της βρεφικής ηλικίας ενδέχεται να επηρεάσει το βρέφος ποικιλοτρόπως. Πρωτίστως, η βία σε όλες τις μορφές της συμβάλει αρνητικά στην ανάπτυξη αισθήματος ασφάλειας στο βρέφος καθώς οι γονείς δεν του παρέχουν φροντίδα σε ένα αρμονικό και ήρεμο περιβάλλον. Επίσης, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γονείς ενδεχομένως να επηρεάσουν την άμεση ανταπόκριση τους στις βασικές ανάγκες του παιδιού με αποτέλεσμα το βρέφος να νιώθει δυσφορία, άγχος, συναισθηματική αστάθεια, δυσκολία στη διατροφή και τον ύπνο και δυσκολία στο να εμπιστεύεται τους γύρω του. Επίσης, είναι πιθανόν να επηρεαστεί αρνητικά η ανάπτυξη του συναισθηματικού δεσμού μητέρας-βρέφους. Οι συνεχείς εντάσεις και η βία πιθανόν να προκαλέσουν στο βρέφος έντονο κλάμα, σωματικά συμπτώματα (ασθένειες, πόνο στην κοιλιά) καθώς επίσης, φόβο και διστακτικότητα κατά τη διαδικασία εξερεύνησης του περιβάλλοντος και εμπλοκής του στο παιχνίδι.
Τα μεγαλύτερα παιδιά, δηλαδή προσχολικής ηλικίας βιώνουν εξίσου αρνητικά συναισθήματα όπως άγχος, φόβο και ανησυχία. Μπορεί να εμφανίσουν σωματικά συμπτώματα όπως πονοκεφάλους, πόνους στην κοιλιά ή να έχουν δυσκολία στη διατροφή και τον ύπνο. Επιπλέον, τα παιδιά σε αυτό το ηλικιακό επίπεδο ενδεχομένως να εμφανίσουν επιθετική συμπεριφορά ακόμα και στο παιχνίδι τους ή αντιθέτως να κλειστούν στον εαυτό τους και να γίνουν παθητικά. Από την άλλη, λόγω του εγωκεντρισμού που διακατέχει τα παιδιά στο αναπτυξιακό στάδιο αυτό πιθανόν τα παιδιά να βιώσουν αισθήματα ενοχής για τα περιστατικά βίας και να θεωρούν ότι αυτά φταίνε για ό,τι συμβαίνει στο σπίτι. Τέλος, παλινδρομικές συμπεριφορές πιθανόν να εμφανιστούν όπου τα παιδιά υιοθετούν συμπεριφορές προηγούμενων αναπτυξιακών σταδίων (πιπίλισμα δακτύλου, νυχτερινή ενούρηση κοκ).
Στη σχολική ηλικία, τα παιδιά μπορεί να εμφανίσουν προβλήματα στη σχολική επίδοση, χαμηλή συγκέντρωση, δυσκολία στη μνήμη αλλά και στη δημιουργία θετικών διαπροσωπικών σχέσεων. Επίσης, τα παιδιά θεωρούν τη βία μέσο επίλυσης προβλημάτων, έτσι πιθανόν να γίνουν πιο επιθετικά προς τους άλλους. Το άγχος και ο φόβος είναι βασικά χαρακτηριστικά που διέπουν και αυτό το αναπτυξιακό στάδιο.
Στην εφηβεία, τα παιδιά έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν σοβαρά προβλήματα τα οποία μπορεί να τους ακολουθούν και στην ενήλικη ζωή. Η αντικοινωνική και παραβατική συμπεριφορά, η χρήση ουσιών, η πρόωρη σεξουαλική δραστηριότητα και οι απόπειρες αυτοκτονίας είναι μερικά από τα προβλήματα που ενδεχομένως να αναπτύξουν τα παιδιά αυτής της ηλικιακής ομάδας. Επίσης, καλλιεργείται αίσθημα άγχους, κατάθλιψης και επιθετικότητας προς άλλους. Οι έφηβοι είναι πιθανόν να ασκούν και οι ίδιοι βία προς άλλα μέλη της οικογένειας έχοντας τη βία ως πρότυπο επίλυσης συγκρούσεων και την πεποίθηση ότι το θύμα φταίει για ότι του συμβαίνει.
Γενικότερα, η ανατροφή ενός παιδιού (είτε ως μάρτυρας ή ως θύμα βίας), σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον αποτελεί ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Οι επιπτώσεις της βίας μπορεί να διαταράξουν τη ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού ενώ σε πολλές περιπτώσεις είναι μακροχρόνιες οδηγώντας το παιδί σε έναν ενήλικα με σοβαρά προβλήματα ψυχοπαθολογίας. Ένα παιδί το οποίο μεγαλώνει σε ένα βίαιο περιβάλλον έχει περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξει συναισθηματική αστάθεια και ανασφάλεια, φόβο, άγχος, κατάθλιψη, μετατραυματικό στρες, διαταραχές ύπνου και διατροφής.
Επιπρόσθετα, ένας κακοποιητικός γονέας μαθαίνει στο παιδί του μέσω της μίμησης ότι η βίαιη και επιθετική συμπεριφορά είναι ένας «φυσιολογικός» τρόπος επίλυσης συγκρούσεων. Έτσι, το παιδί μεγαλώνοντας έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να ασκήσει το ίδιο βία ή ακόμη να δέχεται βία υιοθετώντας μια στάση αποδοχής της βίας και την πεποίθηση ότι το θύμα αξίζει αυτά που παθαίνει.
Η χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι επίσης ένα βασικό χαρακτηριστικό ως συνέπεια της ενδοοικογενειακής βίας. Έχει διαπιστωθεί ότι ένα παιδί που κακοποιείται από μέλος της οικογένειας του, δυσκολεύεται να εμπιστευτεί τους γύρω του με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται να δημιουργήσει και να διατηρήσει υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις. Επιπλέον, νιώθει ανάξιο να το φροντίσουν ή να το αγαπήσουν γεγονός που συμβάλει στην χαμηλή αυτοεκτίμηση και τη χαμηλή αυτοεικόνα.
Η ενδοοικογενειακή βία παρεμποδίζει την ελευθερία, προκαλεί φόβο και μπορεί να επηρεάσει τραυματικά την ανάπτυξη και την προσωπικότητα του παιδιού. Η πρώιμη παρέμβαση μπορεί να θέσει ένα φρένο στην εξέλιξη των δυσκολιών του παιδιού και στην ενήλικη ζωή.
Είναι υποχρέωση του γονέα, συγγενή, φίλου, γείτονα, δασκάλου, και κάθε πολίτη να διαφυλάσσει και να διεκδικεί ένα ασφαλές περιβάλλον για όλα τα παιδιά απαλλαγμένο από κάθε μορφής βία.