Το έγκλημα δεν αποτελεί μόνο παράβαση κατά της κοινωνίας, αλλά είναι επίσης μια παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων των θυμάτων. Επομένως, τα θύματα εγκληματικών πράξεων πρέπει να αναγνωρίζονται και να μεταχειρίζονται με σεβασμό, ευαισθησία και επαγγελματισμό χωρίς διάκριση οποιουδήποτε είδους ή για οποιονδήποτε λόγο. Γενικότερα, το Κράτος στο οποίο έγινε το έγκλημα έχει την ευθύνη για το θύμα, καθώς δεν κατόρθωσε να το προστατεύσει, είτε λόγω παραλείψεως στην ασφάλεια ή την κοινωνική τάξη, είτε γιατί δεν εξασφάλισε την πρόσβασή τους στη δικαιοσύνη, σε αποζημίωση ή αποκατάσταση. Ενώ η Οδηγία 2012/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θεσπίζει ελάχιστα πρότυπα για τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων, ορισμένα θύματα παραμένουν σε κίνδυνο δευτερογενούς και επαναλαμβανόμενης εκμετάλλευσης, απειλής και φόβου αντίποινας από τον δράστη κατά τη διάρκεια των ποινικών διαδικασιών. Είναι δυνατόν ο κίνδυνος αυτός να οφείλεται στα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύματος στο είδος ή τη φύση του εγκλήματος και στις περιστάσεις τέλεσής του. Μόνο μέσω της πραγματοποίησης ατομικών αξιολογήσεων [1], από την πρώτη δυνατή ευκαιρία, μπορούν να αναγνωριστούν αποτελεσματικά τέτοιοι κίνδυνοι.
Η σχετική βιβλιογραφία στον τομέα (νομικής και ψυχολογίας) αλλά και η αντίστοιχη ευρωπαϊκή νομοθεσία [2] προτρέπουν την πραγματοποίηση αξιολογήσεων σχετικά με τις Ατομικές Ανάγκες ή/και Αξιολογήσεων του κινδύνου για όλα τα θύματα προκειμένου να καθοριστεί εάν εκτίθενται σε κίνδυνο δευτερογενούς και επαναλαμβανόμενης θυματοποίησης, απειλής ή αντίποινας, καθώς και ποια ειδικά μέτρα προστασίας ενδέχεται να απαιτούν αυτά. Μέσω της διαδικασίας αξιολόγησης των ατομικών αναγκών και των κινδύνων που ενδέχεται να αντιμετωπίζουν τα θύματα, η αστυνομία και οι δικαστικοί υπάλληλοι έχουν την δυνατότητα να προσαρμόσουν τα μέτρα προστασίας, ώστε να ανταποκρίνονται εξατομικευμένα στις ανάγκες των θυμάτων, καθώς και στις επαγγελματικές και προσωπικές τους συνθήκες. Θα πρέπει επίσης να γίνονται προσαρμογές ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του θύματος, δηλαδή για τα παιδιά ή άλλα μέλη της οικογένειας τους. Επιπλέον, εάν ένα θύμα έχει τραυματιστεί, θα χρειαστεί ιατρική βοήθεια; ή εάν το άτομο είναι θύμα εγκλήματος μίσους, θα χρειαστεί εξειδικευμένες πολιτικές προστασίας [3] δεδομένων και εξειδικευμένα μέτρα. Τα εξατομικευμένα μέτρα προστασίας πρέπει να είναι πρακτικά στην εφαρμογή τους και εύκολα προσαρμοσμένα στην καθημερινή ζωή του θύματος. Οι ανησυχίες και οι φόβοι των θυμάτων σχετικά με τις διαδικασίες πρέπει να αποτελούν πρωταρχικό παράγοντα για την εξακρίβωση του κατά πόσο χρειάζονται ειδικά μέτρα.
Αφού καθοριστούν οι ανάγκες των θυμάτων, το επόμενο βήμα είναι να τεθούν σε εφαρμογή τα κατάλληλα μέτρα προστασίας ή/και υποστήριξης; αυτό επιτυγχάνεται μέσω της χρήσης μηχανισμών παραπομπής και την ανταλλαγή των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης. Ορισμένοι ευρωπαϊκοί οργανισμοί υποστήριξης έχουν μεγάλη εμπειρία στην παροχή προστασίας και υποστήριξης προς τα θύματα. Προσφέρουν ψυχολογική και ψυχοκοινωνική υποστήριξη, νομική βοήθεια και πιθανόν να καλύψουν τα έξοδα εκπροσώπησης των θυμάτων στο δικαστήριο (δικηγόροι), (ασφαλή) διαμονή, ψυχοθεραπεία, συνοδεία κατά τις ποινικές διαδικασίες, κ.λπ. [4]
Τα μέτρα προστασίας πρέπει να σχεδιάζονται για να ανταποκρίνονται σε κάθε ένα από τα στάδια που αντιμετωπίζει το θύμα: όπως για παράδειγμα κατά τη διάρκεια ή/και μετά την ποινική διαδικασία. Οι αξιωματούχοι της αστυνομίας πρέπει να πραγματοποιούν Αξιολόγηση κινδύνου για να καθορίσουν εάν ένα θύμα βρίσκεται σε κίνδυνο εκφοβισμού ή θυματοποίησης[5]. Κατά την διερεύνηση θα πρέπει να διαπιστώνεται εάν μπορεί να αποφευχθεί η επαφή μεταξύ του θύματος και του κατηγορούμενου σε χώρους όπου μπορεί να βρίσκονται και οι δύο ως αποτέλεσμα της θυματοποίησης.
Κατά τη διάρκεια της κατάθεσης στο δικαστήριο ή στο γραφείο του εισαγγελέα, μπορούν να ληφθούν διάφορα μέτρα προστασίας για το θύμα. Μερικά από αυτά περιλαμβάνουν τη μείωση της οπτικής επαφής μεταξύ του θύματος και των κατηγορουμένων πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την κατάθεση, μέσω τεχνολογιών οπτικοακουστικής επικοινωνίας ή μέσω προβολής του θύματος μέσω οθόνης στην αίθουσα δικαστηρίου; ενώ πρέπει να αποφεύγονται περιττές ερωτήσεις σχετικά με την ιδιωτική ζωή του θύματος. Ωστόσο, αφού ολοκληρωθεί η ποινική διαδικασία, ενδέχεται ακόμα να υπάρχει ανάγκη προστασίας του θύματος, των μαρτύρων ή άλλων μελών της οικογένειας.
[1] Οι ατομικές αξιολογήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύματος, όπως η ηλικία, το φύλο και η ταυτότητα ή έκφραση του φύλου, η εθνική καταγωγή, η φυλή, η θρησκεία, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η υγεία, η αναπηρία, η κατάσταση διαμονής, οι δυσκολίες στην επικοινωνία, η σχέση με τον δράστη ή η εξάρτηση από αυτόν και βιώματα προηγούμενων εγκληματικών πράξεων. Θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη ο τύπος ή τη φύση και οι συνθήκες του εγκλήματος, όπως για παράδειγμα εάν πρόκειται για έγκλημα βασισμένο σε κίνητρα μίσους, προκατάληψης ή διάκρισης εναντίον ατόμου, σεξουαλική βία, συντροφική βία, εάν ο δράστης κατείχε θέση ελέγχου, εάν η κατοικία του θύματος βρίσκεται σε περιοχή υψηλής εγκληματικότητας ή υπό την κυριαρχία συμμοριών, ή εάν το κράτος μέλος όπου διαπράττεται το έγκλημα δεν είναι η χώρα καταγωγής του θύματος.
[2] Οδηγία 2012/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, τη στήριξη και την προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων, η στρατηγική της ΕΕ για τα δικαιώματα των θυμάτων (2020-2025), το Μοντέλο Καθοδήγησης για τις Ατομικές Ανάγκες των Θυμάτων Εγκλημάτων Μίσους που αναπτύχθηκε από το ODIHR, η Οδηγία 2011/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και την προστασία των θυμάτων της, το Εγχειρίδιο του VSE για την εφαρμογή της νομοθεσίας και των βέλτιστων πρακτικών για τα θύματα εγκλημάτων στην Ευρώπη, οι κανονισμοί (ΕΕ) αρ. 606/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την αμοιβαία αναγνώριση μέτρων προστασίας σε αστικά θέματα.
[3] Η προστασία δεδομένων είναι ζωτικής σημασίας για την προστασία της ιδιωτικότητας, της υγείας και της ασφάλειας των θυμάτων. Στοχεύει στο να διασφαλίζει ότι τα στοιχεία επικοινωνίας και οι προσωπικές πληροφορίες των θυμάτων, καθώς και πληροφορίες σχετικά με το έγκλημα, δεν διανέμονται σε μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα. Για παράδειγμα, είναι ουσιώδες τα ονόματα και οι διευθύνσεις των θυμάτων παρενοχλητικής παρακολούθησης, ενδοοικογενειακής βίας ή των θυμάτων που έχουν προστατευμένα στοιχεία ταυτότητας, να μην είναι προσβάσιμα στον δράστη. Οι διαδικασίες προστασίας δεδομένων και ασφάλειας πληροφοριών πρέπει να εξασφαλίζουν την εκπλήρωση αυτών των απαιτήσεων προστασίας.
[4] Εγχειρίδιο για την εφαρμογή της νομοθεσίας και των βέλτιστων πρακτικών για τα θύματα εγκληματικών πράξεων στην Ευρώπη, Victim Support Europe.
[5] Για παράδειγμα, ενδεχομένως να απαιτούνται περιοριστικά, απαγορευτικά μέτρα ή μέτρα προστασίας κατά τη διάρκεια της έρευνας και πρέπει να μπορούν να εφαρμοστούν αμέσως χωρίς καμία περιττή οικονομική ή γραφειοκρατική επιβάρυνση προς το θύμα. Εάν ο ύποπτος αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση, αλλά υπάρχει ακόμα κίνδυνος ότι ενδέχεται να απειλήσει, να εκφοβίσει ή τραυματίσει το θύμα ή οποιονδήποτε συνδεδεμένο μάρτυρα, θα πρέπει να θέτονται αυστηρές προϋποθέσεις εγγύησης, όπως για παράδειγμα να ορίζεται ότι ο ύποπτος/κατηγορούμενος δεν πρέπει να επικοινωνεί με το θύμα ή να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση από την εργασία ή το σπίτι του θύματος.